Άκουσα ήδη από το πρωί αρκετές φορές από κυβερνητικά στελέχη, -και δεν έχει καν πάει ακόμα μεσημέρι, δηλαδή τι με περιμένει ως το βράδυ- ότι ο Έλληνας δεν έχει αλλάξει, ότι ίδιοι είμαστε, ίδιοι μένουμε και ίδιοι θα πεθάνουμε. Αυτό τους συμφέρει να λένε, να ελπίζουν, να μας πείσουν. Η αλήθεια είναι ότι γράφω αυτές τις γραμμές εκνευρισμένη, μου έχει ανέβει όλο το αίμα στο κεφάλι για την ακρίβεια, διότι συνοδεύεται η βεβαιότητα των στελεχών, συμβούλων, γραφιάδων, φαρισαίων από την καταφανώς ψευδή δήλωση «έχω κατέβει στο Σύνταγμα και ξέρω».
Φυσικά δεν έχουν κατέβει στο Σύνταγμα, αφού σε όποιον γνωρίζει ελάχιστα τι γίνεται εντός του κόμματος της συμπολίτευσης έχει φτάσει στα αυτιά η πολύ αυστηρή γραμμή «μην σας πάρει κανένα μάτι στην πλατεία, θα σας κόψουμε τον κώλο». Ίσως μάλιστα διατυπωμένη με αυτές ακριβώς τις λέξεις, γιατί πάνω στον πανικό έχουν χάσει και το τακτ τους. Δεν είναι όμως εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα είναι οι σοφές, και μόνες μάλλον, κουβέντες του Παπανδρέου: «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» οι οποίες έμελλε να είναι το πεπρωμένο του.
Όταν ο πρωθυπουργός (το γράφω και μου έρχονται γέλια), έλεγε αυτές τις λέξεις, μιλούσε την αλήθεια, πράγμα σπάνιο για τα δεδομένα του. Δεν είχε όμως υπολογίσει ότι μπορούσε να συμβεί αυτό που συμβαίνει- κάποιοι αλλάζουν και κάποιοι βουλιάζουν.
Αλλάζει ο Έλληνας, ο μεσαίος χώρος, ο απλός πολίτης, ο μέσος άνθρωπος, αυτός που τόσο καιρό χορεύατε σάμπα και ρούμπα στις πλάτες του και τώρα έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος του πολιτικού συστήματος ολάκερου. Ναι, αυτός που υποτιμητικά μετρούσατε την άποψη του στις δημοσκοπήσεις και με περισπούδαστο ύφος τον ονομάζατε μια αναποφάσιστο, μια απέχοντα, σχεδόν απροσάρμοστο και παρανοϊκό. Αυτός αλλάζει.
Επειδή είμαι επιστήμονας, αν και εν εξάλλω καταστάση, θα φέρω αποδείξεις. Εχθές στο Σύνταγμα έγινε το πρωτοφανές: οι διαδηλωτές, ουχί η αστυνομία να διώχνει, να κυνηγά, να απομακρύνει με τέτοια ένταση και αποτελεσματικότητα τους κουκουλοφόρους που η κυβερνητική προπαγάνδα απέτυχε παταγωδώς να τους εξισώσει με το σύνολο της πορείας, μάλιστα αναγκάστηκαν τα κυρίαρχα ΜΜΕ να δουν επιτέλους τους δεσμούς τους με την αστυνομία ενώ επί έτη πολλά κώφευαν.
Έγινε το αδιανόητο: έχοντας αποτύχει σε όλα τα άλλα κόλπα και μέσα, οι κουκουλοφόροι εν τέλει να στραφούν εναντίον των διαδηλωτών με καδρόνια και να μάχονται σώμα με σώμα με εκείνους στα τηλεοπτικά πλάνα και όχι την αστυνομία, η οποία δεν ήταν καν μόνο παρατηρητής αλλά και συνένοχος, αφού τους έσπρωχνε στον κύριο όγκο της πορείας.
Έγινε το απρόσμενο: μια αλυσίδα ανθρώπων, πάνω από 70, να ενώσουν τα χέρια τους ώστε με μπουκαλάκια πλαστικά να πλύνουν τα μάρμαρα από τα ανελέητα χημικά για να καθαρίσουν το Σύνταγμα, να γίνει η πλατεία αυτό που της πρέπει να είναι, δημόσιος χώρος συζήτησης και όχι γήπεδο ποδοσφαίρου.
Έγινε το υπέροχο: πάνω από 10.000 Αθηναίοι, ίδιοι ή άλλοι, επέστρεψαν το βράδυ, σιωπηλοί αυτή τη φορά μπροστά στη βουλή, γιατί μάλλον ούτε τις μούντζες τους δεν αξίζει πλέον το πολιτικό σκηνικό της χώρας, αλλά με γιορτές και τραγούδια μπροστά στο σιντριβάνι. Δεν τους σταμάτησε ο τηλεοπτικός πόλεμος, δεν τους εμπόδισε η τοξική ατμόσφαιρα που έκαιγε τα σωθικά μέχρι αργά το βράδυ, δεν τους φόβισαν τα κρυμμένα πρόσωπα του κράτους και του παρακράτους. Γιατί, ναι ρε γαμώτο, κάτι νέο γεννιέται και δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό και πού θα μας βγάλει, αλλά είναι άλλο, και είναι καλύτερο επειδή περιλαμβάνει προσωπική θυσία και όχι κριτική εκ του ασφαλούς, αλληλεγγύη, μαζική συνεισφορά και διάλογο.
Ωστόσο κι αν ο Έλληνας πολίτης αλλάζει, δεν αλλάζει προς το παρόν ο Έλληνας πολιτευτής. Θα φέρω και πάλι αποδείξεις, έτσι για να ευθυμήσουμε: το μεσημέρι ο πρωθυπουργός διά στόματος κυβερνητικού εκπροσώπου παραιτείτο, αργότερα το απόγευμα σχηματιζόταν κυβέρνηση συνεργασίας με ΝΔ και έπεφταν στοιχήματα για την πρωθυπουργία και το βράδυ τελικά αποφάσισε ανασχηματισμό και ψήφο εμπιστοσύνης. Δηλαδή για να το θέσω εντελώς επιστημονικά: ό,τι να ναι. Μαζί με όλο αυτό το μπάχαλο, ας προστεθεί ότι οι νυν (δηλαδή οι τώρα τέως) υπουργοί και βουλευτές ιδέα δεν είχαν τι γίνεται ή τι θα γίνει και παραθέριζαν στα παράθυρα καναλιών αραδιάζοντας λέξεις που λίγο αργότερα και ακόμα μία φορά θα αποδεικνύονταν αρλούμπες.
Συνεπώς, αγαπημένοι φίλοι, κάποιοι αλλάζουν και κάποιοι βουλιάζουν. Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι ένα: ποιος είναι η Ελλάδα; Η απάντηση είναι εύκολη και δε φοβάμαι. Απλώς, «έρχεται η στιγμή για να αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Πέρασαν για πάντα οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες, οι κραυγές, γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών. Όμορφη είναι αυτή η στιγμή, να το ξαναπώ, όμορφη να σας μιλήσω. Βλέπω πυρκαγιές πάνω από λιμάνια, πάνω από σταθμός και είμαι μαζί σας.»