[ Για περισσότερα ακολουθείστε με στο νέο μου blog: www.mandilara.gr ]
Οι εταίροι απαιτούν από την Ελλάδα να ιδιωτικοποιήσει τις εταιρείες υδροδότησης, αλλά οι ίδιοι δεν ακολουθούν την πολιτική που της επιβάλλουν, καθώς στην Ε.Ε, με την εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου, κυριαρχούν οι κρατικές δομές ύδρευσης σε δημοτικό ή περιφερειακό επίπεδο. Το Παρίσι, όπου το νερό επανακρατικοποιήθηκε μετά από 28 χρόνια, αλλά και το Αμβούργο της Γερμανίας, όπου η κρατική ιδιοκτησία των υπηρεσιών ύδρευσης προστατεύεται από νόμο, δείχνουν τη στροφή προς τη δημόσια διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Μόλις το Νοέμβριο του 2008 στη Γαλλία, όπου σε κάθε περίπτωση οι δομές υδροδότησης εμπίπτουν σε δημόσιο έλεγχο, το Δημοτικό Συμβούλιο του Παρισιού αποφάσισε να μην ανανεώσει τις ιδιωτικές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ύδρευσης με τις εταιρείες Veolia Environment και Suez Environment. Οι συγκεκριμένες εταιρείες- κολοσσοί, με τις οποίες συνομιλεί και η κυβέρνηση Σαμαρά, κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά νερού και διαχείρισης αποβλήτων. Οι δύο πολυεθνικές με έδρα το Παρίσι είχαν αναλάβει από κοινού το δίκτυο ύδρευσης από το 1985, ενώ ηVeolia Environment ήταν υπεύθυνη για το σύστημα χρεώσεων με βάση την κατανάλωση νερού ήδη από το 1860.
Ωστόσο, η «απόλυτη οικονομική αδιαφάνεια» των ιδιωτικών εταιρειών, σύμφωνα με τα λόγια της Αντιδημάρχου και νυν Προέδρου της δημόσιας υπηρεσίας ύδρευσης, Anne Le Strat, η απροθυμία των εταιρειών να εκσυγχρονίσουν το δίκτυο, οι υπερβολικές οικονομικές απαιτήσεις τους για τη συμμετοχή του δημοσίου σε κατασκευαστικά έργα, καθώς και η αύξηση στην τιμή του νερού, άνοιξαν τη συζήτηση της επανακρατικοποίησης ήδη από το 2003, λίγο αφότου ανέλαβε δήμαρχος ο σοσιαλιστής Bertrand Delanoë.
Από την 1η Ιανουαρίου του 2010, το σύνολο των υπηρεσιών και των δικτύων που αφορούν την ύδρευση του Παρισιού, από τις πηγές μέχρι τον τελικό καταναλωτή σε ενοποιημένη βάση, πέρασε στον έλεγχο της κρατικής εταιρείας Eau de Paris. Η οικονομική επιτυχία της εταιρείας ήδη από το πρώτο έτος λειτουργίας της επέτρεψε στη διοίκηση να προχωρήσει σε μείωση τιμών τον Ιούλιο του 2011 κατά 8%, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια ιδιωτικών εταιρειών ύδρευσης. Επιπλέον, η δημόσια εταιρεία πέτυχε μέσα σε δύο χρόνια με πολιτικές ορθής χρήσης και ανακύκλωσης την μείωση της κατανάλωσης πόσιμου νερού κατά 3%.
Στη Γερμανία, η αγορά νερού κυριαρχείται επίσης από δημόσιες εταιρείες. Κατ’ εξαίρεση, στο Βερολίνο από το 1999 ξεκίνησε η μερική ιδιωτικοποίηση του συστήματος ύδρευσης. Η Γερουσία του Βερολίνου και οι ιδιωτικές εταιρείες που ανέλαβαν, Veolia Environment και RWE, αποφάσισαν να κρατήσουν κρυφές τις συμβάσεις που υπογράφηκαν, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις που κατέληξαν σε δημοψήφισμα για την επιβολή της δημοσιοποίησης τους. Έκτοτε έχει ανοίξει ο διάλογος για την επανακρατικοποίηση του δικτύου ύδρευσης, χωρίς ουσιαστικά βήματα μέχρι στιγμής. Εν αντιθέσει προς το Βερολίνο, στο Αμβούργο, κατόπιν δημοψηφίσματος, ψηφίστηκε νόμος στις 27.9.2006 που ορίζει ότι οι υπηρεσίες ύδρευσης πρέπει υποχρεωτικά να ανήκουν στο δημόσιο. Αυτό είναι το μοναδικό παράδειγμα νόμου που προστατεύει την κρατική ιδιοκτησία των εταιρειών ύδρευσης στη Γερμανία, χωρίς πάντως να αποκλείει τη συνεργασία με ιδιώτες και την εξωτερική ανάθεση κάποιων υπηρεσιών.
Δημοψήφισμα σε εθνικό επίπεδο για την ιδιωτικοποίηση του νερού έγινε και στη γειτονική Ιταλία το 2011, μετά την ψήφιση του νόμου Decreto Ronchi που υποχρέωνε τις τοπικές αρμόδιες αρχές να μεταφέρουν τις υπηρεσίες ύδρευσης και διαχείρισης λυμάτων σε ιδιώτες. Στο δημοψήφισμα με ποσοστό 95,4% οι Ιταλοί απέρριψαν την ιδιωτικοποίηση του νερού.
Στον αντίποδα της τάσης στο εσωτερικό των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα αλλά και άλλοι οργανισμοί οικονομικής στήριξης, εξακολουθούν να θέτουν ως προαπαιτούμενο ή να συνδέουν τα αναπτυξιακά πακέτα με την ιδιωτικοποίηση του νερού, κυρίως στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και την Αφρική.
Τέτοια ήταν η περίπτωση της Βολιβίας, όπου υπό την πίεση της Παγκόσμιας Τράπεζας ξεκίνησε η ιδιωτικοποίηση των όντως προβληματικών υπηρεσιών ύδρευσης στην Cochabamba, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Το 1997 η Παγκόσμια Τράπεζα αποφάσισε να απεμπλακεί από την υπόθεση, ωστόσο η κυβέρνηση συνέχισε τη συνεργασία της με ιδιώτες για την κατασκευή έργων υποδομής για την υδροδότηση της πόλης, δημιουργώντας μάλιστα μονοπώλιο υπέρ της ιδιωτικής εταιρείας Aguas del Tunari (κοινοπραξία της Bechtel). Η Aguas del Tunariπου ανέλαβε την εκπόνηση τους, αύξησε αμέσως την τιμή κατά 35%. Η κίνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν γενικευμένες ταραχές σε ολόκληρη τη Βολιβία και η κυβέρνηση να αναγκαστεί να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης τον Απρίλιο του 2000. Εν τέλει, ο νόμος 2029 υπέρ της εταιρείας ακυρώθηκε, η Bechtel μάλιστα αποζημιώθηκε κατόπιν διαπραγματεύσεων κεκλεισμένων των θυρών, ενώ οι υπηρεσίες ύδρευσης ξαναπέρασαν σε δημόσιο έλεγχο και επεκτάθηκε σημαντικά το δίκτυο ύδρευσης. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι παρόλ’ αυτά η πρόσβαση στο νερό παραμένει προβληματική.
Αλλά και στην Αργεντινή οι ιδιωτικές εταιρείες αποζημιώθηκαν αφότου επανακρατικοποιήθηκε το δίκτυο ύδρευσης επειδή λόγω της οικονομικής κρίσης του 2001 μειώθηκε το περιθώριο κέρδους τους! Η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της υποτίμησης του πέσο για κοινωνικούς λόγους πάγωσε την αύξηση των τιμών στο νερό, με αποτέλεσμα τη μείωση της κερδοφορίας των ιδιωτών. Επιπλέον, οι ιδιωτικές εταιρείες έδειξαν απόλυτη απροθυμία να συντηρήσουν και να επεκτείνουν το δίκτυο.
Όπως οι περισσότεροι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί για τις χώρες υπό ανάπτυξη τροφοδοτούνται λογικά κατά κύριο λόγο από τα αναπτυγμένα κράτη, εξίσου οι ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην παγκόσμια αγορά νερού εδρεύουν σε αυτά. Σύμφωνα με διεθνείς εκθέσεις οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες που μοιράζονται την πίτα των κερδών, έχουν την έδρα τους κατά αποκλειστικότητα στην Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για περισσότερα ακολουθείστε με στο νέο μου blog: www.mandilara.gr
Οι εταίροι απαιτούν από την Ελλάδα να ιδιωτικοποιήσει τις εταιρείες υδροδότησης, αλλά οι ίδιοι δεν ακολουθούν την πολιτική που της επιβάλλουν, καθώς στην Ε.Ε, με την εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου, κυριαρχούν οι κρατικές δομές ύδρευσης σε δημοτικό ή περιφερειακό επίπεδο. Το Παρίσι, όπου το νερό επανακρατικοποιήθηκε μετά από 28 χρόνια, αλλά και το Αμβούργο της Γερμανίας, όπου η κρατική ιδιοκτησία των υπηρεσιών ύδρευσης προστατεύεται από νόμο, δείχνουν τη στροφή προς τη δημόσια διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Μόλις το Νοέμβριο του 2008 στη Γαλλία, όπου σε κάθε περίπτωση οι δομές υδροδότησης εμπίπτουν σε δημόσιο έλεγχο, το Δημοτικό Συμβούλιο του Παρισιού αποφάσισε να μην ανανεώσει τις ιδιωτικές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ύδρευσης με τις εταιρείες Veolia Environment και Suez Environment. Οι συγκεκριμένες εταιρείες- κολοσσοί, με τις οποίες συνομιλεί και η κυβέρνηση Σαμαρά, κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά νερού και διαχείρισης αποβλήτων. Οι δύο πολυεθνικές με έδρα το Παρίσι είχαν αναλάβει από κοινού το δίκτυο ύδρευσης από το 1985, ενώ ηVeolia Environment ήταν υπεύθυνη για το σύστημα χρεώσεων με βάση την κατανάλωση νερού ήδη από το 1860.
Ωστόσο, η «απόλυτη οικονομική αδιαφάνεια» των ιδιωτικών εταιρειών, σύμφωνα με τα λόγια της Αντιδημάρχου και νυν Προέδρου της δημόσιας υπηρεσίας ύδρευσης, Anne Le Strat, η απροθυμία των εταιρειών να εκσυγχρονίσουν το δίκτυο, οι υπερβολικές οικονομικές απαιτήσεις τους για τη συμμετοχή του δημοσίου σε κατασκευαστικά έργα, καθώς και η αύξηση στην τιμή του νερού, άνοιξαν τη συζήτηση της επανακρατικοποίησης ήδη από το 2003, λίγο αφότου ανέλαβε δήμαρχος ο σοσιαλιστής Bertrand Delanoë.
Από την 1η Ιανουαρίου του 2010, το σύνολο των υπηρεσιών και των δικτύων που αφορούν την ύδρευση του Παρισιού, από τις πηγές μέχρι τον τελικό καταναλωτή σε ενοποιημένη βάση, πέρασε στον έλεγχο της κρατικής εταιρείας Eau de Paris. Η οικονομική επιτυχία της εταιρείας ήδη από το πρώτο έτος λειτουργίας της επέτρεψε στη διοίκηση να προχωρήσει σε μείωση τιμών τον Ιούλιο του 2011 κατά 8%, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια ιδιωτικών εταιρειών ύδρευσης. Επιπλέον, η δημόσια εταιρεία πέτυχε μέσα σε δύο χρόνια με πολιτικές ορθής χρήσης και ανακύκλωσης την μείωση της κατανάλωσης πόσιμου νερού κατά 3%.
Στη Γερμανία, η αγορά νερού κυριαρχείται επίσης από δημόσιες εταιρείες. Κατ’ εξαίρεση, στο Βερολίνο από το 1999 ξεκίνησε η μερική ιδιωτικοποίηση του συστήματος ύδρευσης. Η Γερουσία του Βερολίνου και οι ιδιωτικές εταιρείες που ανέλαβαν, Veolia Environment και RWE, αποφάσισαν να κρατήσουν κρυφές τις συμβάσεις που υπογράφηκαν, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις που κατέληξαν σε δημοψήφισμα για την επιβολή της δημοσιοποίησης τους. Έκτοτε έχει ανοίξει ο διάλογος για την επανακρατικοποίηση του δικτύου ύδρευσης, χωρίς ουσιαστικά βήματα μέχρι στιγμής. Εν αντιθέσει προς το Βερολίνο, στο Αμβούργο, κατόπιν δημοψηφίσματος, ψηφίστηκε νόμος στις 27.9.2006 που ορίζει ότι οι υπηρεσίες ύδρευσης πρέπει υποχρεωτικά να ανήκουν στο δημόσιο. Αυτό είναι το μοναδικό παράδειγμα νόμου που προστατεύει την κρατική ιδιοκτησία των εταιρειών ύδρευσης στη Γερμανία, χωρίς πάντως να αποκλείει τη συνεργασία με ιδιώτες και την εξωτερική ανάθεση κάποιων υπηρεσιών.
Δημοψήφισμα σε εθνικό επίπεδο για την ιδιωτικοποίηση του νερού έγινε και στη γειτονική Ιταλία το 2011, μετά την ψήφιση του νόμου Decreto Ronchi που υποχρέωνε τις τοπικές αρμόδιες αρχές να μεταφέρουν τις υπηρεσίες ύδρευσης και διαχείρισης λυμάτων σε ιδιώτες. Στο δημοψήφισμα με ποσοστό 95,4% οι Ιταλοί απέρριψαν την ιδιωτικοποίηση του νερού.
Στον αντίποδα της τάσης στο εσωτερικό των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα αλλά και άλλοι οργανισμοί οικονομικής στήριξης, εξακολουθούν να θέτουν ως προαπαιτούμενο ή να συνδέουν τα αναπτυξιακά πακέτα με την ιδιωτικοποίηση του νερού, κυρίως στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και την Αφρική.
Τέτοια ήταν η περίπτωση της Βολιβίας, όπου υπό την πίεση της Παγκόσμιας Τράπεζας ξεκίνησε η ιδιωτικοποίηση των όντως προβληματικών υπηρεσιών ύδρευσης στην Cochabamba, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Το 1997 η Παγκόσμια Τράπεζα αποφάσισε να απεμπλακεί από την υπόθεση, ωστόσο η κυβέρνηση συνέχισε τη συνεργασία της με ιδιώτες για την κατασκευή έργων υποδομής για την υδροδότηση της πόλης, δημιουργώντας μάλιστα μονοπώλιο υπέρ της ιδιωτικής εταιρείας Aguas del Tunari (κοινοπραξία της Bechtel). Η Aguas del Tunariπου ανέλαβε την εκπόνηση τους, αύξησε αμέσως την τιμή κατά 35%. Η κίνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν γενικευμένες ταραχές σε ολόκληρη τη Βολιβία και η κυβέρνηση να αναγκαστεί να κηρύξει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης τον Απρίλιο του 2000. Εν τέλει, ο νόμος 2029 υπέρ της εταιρείας ακυρώθηκε, η Bechtel μάλιστα αποζημιώθηκε κατόπιν διαπραγματεύσεων κεκλεισμένων των θυρών, ενώ οι υπηρεσίες ύδρευσης ξαναπέρασαν σε δημόσιο έλεγχο και επεκτάθηκε σημαντικά το δίκτυο ύδρευσης. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι παρόλ’ αυτά η πρόσβαση στο νερό παραμένει προβληματική.
Αλλά και στην Αργεντινή οι ιδιωτικές εταιρείες αποζημιώθηκαν αφότου επανακρατικοποιήθηκε το δίκτυο ύδρευσης επειδή λόγω της οικονομικής κρίσης του 2001 μειώθηκε το περιθώριο κέρδους τους! Η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της υποτίμησης του πέσο για κοινωνικούς λόγους πάγωσε την αύξηση των τιμών στο νερό, με αποτέλεσμα τη μείωση της κερδοφορίας των ιδιωτών. Επιπλέον, οι ιδιωτικές εταιρείες έδειξαν απόλυτη απροθυμία να συντηρήσουν και να επεκτείνουν το δίκτυο.
Όπως οι περισσότεροι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί για τις χώρες υπό ανάπτυξη τροφοδοτούνται λογικά κατά κύριο λόγο από τα αναπτυγμένα κράτη, εξίσου οι ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην παγκόσμια αγορά νερού εδρεύουν σε αυτά. Σύμφωνα με διεθνείς εκθέσεις οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες που μοιράζονται την πίτα των κερδών, έχουν την έδρα τους κατά αποκλειστικότητα στην Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για περισσότερα ακολουθείστε με στο νέο μου blog: www.mandilara.gr