H Μέδουσα κολυμπάει παντού

Καλώς ήρθατε! H Μέδουσα κολυμπάει και στο Facebook: Join

αποχαιρετιστήριο σημείωμα, εις το επανιδείν.

Οι πόρτες κλείνουν πριν καν το καταλάβω. Κάποιος στην παρέα που μέχρι πρότινος, μπορεί και μέχρι χθες βράδυ ακόμα, ζεσταινόταν, τώρα σιωπηλά σηκώνεται και κλείνει την χαραμάδα, την απόσταση εκείνη ανάμεσα στο φθινόπωρο και το καλοκαίρι. Δεν είναι η μόνη σιωπηλή αλλαγή∙ νυχτώνει νωρίτερα όμως σε πείσμα της καλοκαιρινής ραστώνης δεν δίνω σημασία που το σπίτι άρχισε να σκοτεινιάζει και να φαίνεται μικρότερο. Τώρα πια δεν βρέχει όπως κάποτε τις πρώτες γλυκές, ζεστές σταγόνες να προειδοποιήσουν για την εποχή που έρχεται και έτσι είναι πιο πολύ η μελαγχολία στο βλέμμα των ανθρώπων που επιστρέφουν στην δύσκολη ζωή σα να είχαν πάρει διάλλειμα και λίγο χρόνο δανεικό από τον ήλιο, το σημάδι ότι το καλοκαίρι τελείωσε, όσα μπάνια στη θάλασσα κι αν κάνω, όσο κι αν προσπαθήσω...

Πέρασε λοιπόν κι αυτός ο χρόνος, διότι ακόμα από την εποχή που πήγαινα σχολείο και όσα χρόνια κι αν περάσουν, δε θα συνηθίσω στην ιδέα ότι η πρωτοχρονιά είναι μια νέα αρχή, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Ο Σεπτέμβρης ξεκινάει τις νέες περιπέτειες, τις νέες εξετάσεις. Θα μου λείψουν βεβαίως τα βράδια με την χαρακτηριστική μυρωδιά της Αττικής στην καλύτερη και ενδεχόμενα μοναδική ανθρώπινη στιγμή της. Όπως επίσης, όλα τα γέλια αυτά που δεν έχουν λόγο να πετάξουν αλλά βοηθάει η ζαλάδα των δροσερών ποτών, ο ιδρώτας της ζέστης που κάνει τα κορμιά να αποποιούνται τα ρούχα πιο εύκολα απ’ τον υπόλοιπο καιρό. Με λιγότερη σκέψη. Αφελής εποχή το καλοκαίρι, όχι εμείς. Με πειράζει λιγάκι που θα υποχωρήσει το χρυσαφί χρώμα του δέρματος γιατί αποδεικνύει το εφήμερο του πράγματος και όλων των πραγμάτων. Και όπως πάντα, θα αναζητώ μέχρι του χρόνου το σημείο εκείνο που η θάλασσα και ο ουρανός της Ελλάδας γίνονται ένα αχώριστο, ίδιο. Σε εκείνο το σημείο θα περιμένω να χαθώ και μετά πάλι δεν θα το χορταίνω και θα θέλω να ζήσω μια ζωή σ’ αυτή τη νοητή γραμμή του ορίζοντα, άπιαστη μα και τόσο υπαρκτή οφθαλμαπάτη.

Αντίο λοιπόν καλοκαίρι, αγαπημένο πιο πολύ από τον άλλο χρόνο. Ελπίζω πως θα είμαι εδώ όταν ξανάρθεις και πως ως τότε, θα έχω πάθει και μάθει, να έχω ιστορίες να διηγηθώ, να είμαι εγώ αλλά και μια άλλη.

«για να ‘ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα.»

________________________________________
Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται πάντως ότι απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου (όσο αμφίβολης λογοτεχνικής αξίας και αν είναι), με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια της υπογράφουσας.

Πρώτη πράξη: Σε θέλω.-


Μιλούσαν ώρα πολλή ανούσιες κουβέντες. Της είχε προτείνει με δισταγμό να πάνε σπίτι του, για μεγαλύτερη άνεση της είπε, και ότι επίσης οι προθέσεις του δεν ήταν όπως ίσως φαίνονταν πλέον. Αλήθεια έλεγε. Υπέθεσε ότι μπορούσε εξάλλου εύκολα να το καταλάβει κι εκείνη από την ακαταστασία παντού. Κιτρινισμένες εφημερίδες και μια στάμπα από κούπα καφέ στο τραπεζάκι του σαλονιού, σαν υπογραφή σε σπίτι εργένη. Στον καναπέ καθισμένοι αμήχανα την χάζευε να του εξιστορεί τα παιδικά της χρόνια ή πώς φτιάχνεται το ραβανί ή θεωρίες για τα ζώδια, μικρή σημασία είχε γιατί υπήρχαν μονάχα τα χείλη της. Πότε πότε έκλεβε ματιές από το βαθύ ντεκολτέ που σίγουρα επίτηδες θα το είχε φορέσει, για εκείνον, ήλπιζε.

Μύριζε δέρμα και ζεστασιά, όπως μυρίζουν οι όμορφες γυναίκες και κανείς άλλος. Αυτή τη δική της μυρουδιά μπορούσε να την αναγνωρίσει εύκολα, παραδομένος σε ένα ακατανίκητο ένστικτο σαν σκύλος που ακολουθεί τη θηλυκιά του. Έπρεπε πια να τη φιλήσει. Αντί να τη διακόψει αγενώς και να το τολμήσει, τη ρώτησε αν θέλει κι άλλο κρασί και καθώς έσκυβε να την σερβίρει και όπως και εκείνη λύγισε για να πιάσει το κρύσταλλο οι σκέψεις χάθηκαν και μαλακά, ήρεμα δικαιώθηκε η προσμονή του. Χαμένος κόπος οι τόσες στρατηγικές, χαμένος χρόνος κυρίως. Στην αρχή ακούμπησε πεταχτά φιλιά, μικρές πτήσεις να αναγνωρίσει το τοπίο. Και μετά βούτηξε στη γεύση της αχόρταγα. Όμορφα είναι, τον δάγκωσε λίγο. Χάιδεψε πίσω τα μαλλιά της και ανταπέδωσε το χτύπημα στον λαιμό. Μάχη είναι ο έρωτας. Κατάλαβε ότι της άρεσε γιατί οι αναπνοές της βάρυναν, ξάπλωσε ως το μπράτσο του καναπέ και του άφησε εκτεθειμένο το κορμί της. Δεν δίσταζε πια να την αγγίξει, βίαια κάποιες φορές, να σφίξει με δύναμη το στήθος και τους μηρούς της στις χούφτες του να την καθηλώσει, να κυριαρχήσει. 

Την παρέσυρε βιαστικά στην κρεβατοκάμαρα, πάνω στο πρόχειρα σουλουπωμένο κρεβάτι την έγδυσε λαίμαργα. Τον βοήθησε με το πουκάμισο και μέτρησε έξι κουμπιά. Ύστερα μόνος του άτσαλα με μία κίνηση κοφτή έβγαλε παντελόνι και εσώρουχο και απελευθέρωσε τον ανδρισμό του. Την περίμενε να ξαπλώσει, να βολευτεί στο μαξιλάρι. Για να γύρει πάνω της, να προσκυνήσει τρυφερά σαν έμπειρος θηριοδαμαστής, να χαράξει το δρόμο του στην ψυχή της. Έσπρωξε λίγο και έπειτα πολύ. Ίδρωσε η ραχοκοκαλιά του από έξαψη. Κρύφτηκε το πρόσωπο του στο στήθος της, ένιωσε να μπλέκονται τα δάχτυλά της στα μαλλιά του. Αναστέναζαν και βογκούσαν, ενοχλώντας τους οικογενειάρχες στη γαλήνη του ύπνου, εκείνοι που έκαναν αυτά που δεν λέγονται, εκείνοι που χάνονταν στην ρυθμική έκσταση του πάθους. Τώρα ήταν ένα. Η κίνηση του αγρίεψε, όσο βαθιά κι αν ορμούσε στο χάος δεν του ‘φτανε και όλο κρατούσε την ανάσα του να αντέξει παραπάνω. Μάταια. Λες και οι εραστές είναι καταδικασμένοι σε θάνατο. Μέχρι την επόμενη φορά…

Adopt a Stray.gr!