People of the same trade seldom meet together, even for merriment and diversion, but the conversation ends in a conspiracy against the public, or in some contrivance to raise prices.
Adam Smith, The Wealth of Nations, 1776
Adam Smith, The Wealth of Nations, 1776
Ένα καρτέλ[1] είναι μια τυπική (ρητή) συμφωνία μεταξύ ανταγωνιστικών
επιχειρήσεων η οποία έχει τη μορφή ενός συνασπισμού εταιρειών που συμφωνούν να
συντονίσουν τις τιμές, την εμπορία ή και την παραγωγή. Τέτοιου είδους
συμπράξεις συνήθως εμφανίζονται σε ολιγοπωλιακές αγορές όπου υπάρχει μικρός
αριθμός πωλητών ομοιογενών προϊόντων. Τα μέλη του καρτέλ μπορεί να συμφωνήσουν
για μια σειρά από θέματα όπως ο καθορισμός των τιμών, η συνολική παραγωγή του
κλάδου, τα μερίδια αγοράς, η κατανομή των πελατών, η κατανομή των εδαφών, οι
προσφορές τους σε διαγωνισμούς, η δημιουργία κοινών υπηρεσιών πωλήσεων, καθώς
και η κατανομή των κερδών ή συνδυασμό όλων των παραπάνω. Ο στόχος τέτοιων συμπράξεων
είναι η αύξηση των κερδών των μελών τους χάρη στην μείωση του ανταγωνισμού.
Στα
γνωστά παραδείγματα επιτυχημένων διεθνών καρτέλ εντάσσεται ο Οργανισμός
Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών [2] (ΟΠΕΚ) ο οποίος μάλιστα έχει και μια ιδιαιτερότητα. Όπως υποδηλώνει το όνομά
του, ο ΟΠΕΚ απαρτίζεται από κυρίαρχα κράτη. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι
υπόκειται σε αντιμονοπωλιακή νομοθεσία άλλων κρατών χάρη στη ασυλία του κράτους
υπό το δημόσιο διεθνές δίκαιο. Ωστόσο, τα μέλη του καρτέλ συχνά υπό τις πιέσεις
της διεθνούς κοινότητας αλλάζουν τις ποσοστώσεις παραγωγής. Στην ίδια αγορά,
στα μέσα του 20ου αιώνα κυριάρχησε εξάλλου και το καρτέλ των “Seven Sisters”, δηλαδή επτά πολυεθνικές
εταιρείες πετρελαίου που με επιτυχία δραστηριοποιήθηκαν στην παραγωγή, την
διύλιση αλλά και την διανομή του πετρελαίου.
Μερικά στατιστικά στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν τις
επιζήμιες συνέπειες των καρτέλ, όπως έχουν υπολογιστεί από την οικονομική
επιστήμη, είναι ότι τα τελευταία διακόσια χρόνια η μέση αύξηση της τιμής που
επιτεύχθηκε μέσω καρτέλ είναι περίπου 25%. Όσον αφορά τα ιδιωτικά διεθνή καρτέλ
(με συμμετέχουσες επιχειρήσεις από δύο ή περισσότερα κράτη) η μέση αύξηση τιμής
ορίζεται γύρω στο 28% ενώ για τα εθνικά καρτέλ κατά μέσο όρο γύρω στο 18%.
Μικρότερο ποσοστό από το 10% του συνόλου των συμπράξεων που εξετάστηκαν στο
δείγμα σχετικής έρευνας[3] απέτυχε να αυξήσει τις τιμές της αγοράς. Είναι ασφαλές
συνεπώς το συμπέρασμα ότι εξαιτίας των καρτέλ θίγονται άμεσα τα συμφέροντα των
καταναλωτών ενώ επηρεάζεται δυσμενώς συνολικά η ανταγωνιστικότητα των
οικονομιών στις οποίες αυτά δραστηριοποιούνται.
Δεδομένου
ότι το αποτέλεσμα της δράσης των καρτέλ είναι η νόθευση, παρακώλυση και ο
περιορισμός του ανταγωνισμού, στα περισσότερα κράτη με οικονομίες αγοράς το
νομικό πλαίσιο για την προστασία του ανταγωνισμού απαγορεύει τα καρτέλ.
Συνεπακόλουθα, ο εντοπισμός και η διάλυση τέτοιων
απαγορευμένων συμπράξεων είναι σημαντικό μέρος της πολιτικής ανταγωνισμού στην
Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της, αν και η απόδειξη της ύπαρξης καρτέλ είναι
εξαιρετικά δύσκολη αφού οι επιχειρήσεις είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στον τρόπο
που διαμορφώνουν αυτές τις συμφωνίες και όπως είναι αναμενόμενο δεν τις
διατυπώνουν σε συμβόλαια.
Καρτέλ
στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Νομική Βάση Απαγόρευσης
Οι συμφωνίες που
βασίζονται στην αρχή του αμοιβαίου σεβασμού των εθνικών αγορών προς όφελος των
συμμετεχόντων που είναι ήδη εγκαταστημένοι σε αυτές, όπως η συμφωνία για το
καρτέλ τσιμέντου Cembureau, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Τσιμέντου που
κάλυπτε εννέα ενώσεις επιχειρήσεων και τριάντα τρεις ευρωπαίους παραγωγούς
τσιμέντου, έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση των ενδοκοινοτικών συναλλαγών για
τα προϊόντα που αφορούν και συνεπώς την παρακώλυση του ανταγωνισμού. Με το
σύστημα του ορισμού ποσοστώσεων ανάλογων με τις συνολικές πωλήσεις των μελών
της σύμπραξης, αυτοί παραιτούνται από την ελευθερία να εφαρμόζουν αυτόνομη
πολιτική πωλήσεων, αλλά έχουν ως αντάλλαγμα τη δυνατότητα να εφαρμόζουν μια
πολιτική τιμών απαλλαγμένη από τον κίνδυνο ανταγωνισμού.
Οι περιπτώσεις
ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά συμπράξεων, σαν την προαναφερθείσα
αντιμετωπίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 105 της Συνθήκης για τη
Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως εξειδικεύεται από τον κανονισμό 17/1962 του
Συμβουλίου[4], το
οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή μεριμνά για την πραγμάτωση των αρχών που
καθορίζονται στα άρθρα 101 και 102 και εξετάζει είτε κατόπιν αιτήσεως, είτε
αυτεπαγγέλτως και με την υποχρεωτική συνεργασία των αρμόδιων αρχών των κρατών
μελών εάν υπάρχει παράβαση[5].
Εάν δε διαπιστωθεί παράβαση η Επιτροπή προτείνει τα κατάλληλα μέτρα για τον
τερματισμό της ενώ με πρόσφατη προσθήκη στην Συνθήκη της Λισσαβώνας η Επιτροπή
δύναται να εκδίδει κανονισμούς σχετικά με συγκεκριμένες κατηγορίες συμφωνιών
ορισθέντων από το Συμβούλιο.
Ως προς τις συμπράξεις
τις οποίες θεωρεί ως ασυμβίβαστες με την Συνθήκη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενεργεί
εξαιρετικά προσεκτικά και προσπαθεί να συγκεντρώσει αδιάψευστες αποδείξεις της
παράβασης σχετικές με το άρθρο 101, παράγραφος 1, το οποίο οριοθετεί τις
συμπράξεις αυτές που απαγορεύονται per se. Συγκεκριμένα, «όλες οι συμφωνίες
μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε
εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών
μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον
περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, και ιδίως
εκείνες οι οποίες συνίστανται:
- στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής,
- στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων,
- στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,
- στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων παροχών, έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό,
- στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.»
Επίσης, το άρθρο 101, παράγραφος 2
ορίζει ότι όλες οι προαναφερθείσες συμφωνίες ή αποφάσεις είναι αυτοδίκαια και
άκυρες[6].
Ωστόσο πρέπει να
σημειωθεί ότι οι διατάξεις της 1ης παραγράφου μπορούν να θεωρηθούν
υπό προϋποθέσεις ανεφάρμοστες (άρθρο 101, παράγραφος 3) εφόσον όμως τα
αποτελέσματα της σύμπραξης, συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής συμβάλλουν
στην βελτίωση της παραγωγής ή διανομής των προϊόντων, στην προώθηση της
τεχνικής ή οικονομικής προόδου και πάντως εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους
καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει και επίσης, υπό τους όρους
ότι κατ’ αρχήν τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι τα απολύτως αναγκαία και
ανάλογα για την επίτευξη των στόχων αυτών και τέλος δεν παρέχεται χάρη στα μέσα
αυτά η δυνατότητα στις επιχειρήσεις που συμμετέχουν να καταργήσουν τον
ανταγωνισμό επί σημαντικού τμήματος στον εξεταζόμενο κλάδο.
Δηλαδή, η Επιτροπή προκειμένου
να αποφασίσει συνεκτιμά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε σύμπραξης ή
κατηγορίας συμπράξεων, όχι μόνον με νομικά κριτήρια, αλλά και με κριτήρια
συμφέροντος των παραγωγών και καταναλωτών του κλάδου. Το έργο αυτό
αποδεικνύεται ιδιαίτερα δυσχερές και πολλές φορές κατ’ επέκταση χρονοβόρο
δεδομένου ότι επιπλέον οι περιορισμοί του ανταγωνισμού παίρνουν συνήθως τη
μορφή εναρμονισμένων πρακτικών, βασισμένων σε «συμφωνίες κυρίων», για τις
οποίες είναι δύσκολο να βρεθούν αποδείξεις και σπανιότατα τη μορφή γραπτών
συμφωνιών, οι οποίες επιβάλλουν παράνομες ενέργειες στους συμβαλλόμενους επ'
απειλή ποινής. Οι σχολαστικές ενέργειες της Επιτροπής και οι αντίστοιχες
αποφάσεις της ωστόσο παρέχουν μεγάλη ασφάλεια δικαίου αφού επιβεβαιώνονται σε
γενικές γραμμές από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αξίζει να σημειωθεί
ότι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ενέργειες διαφόρων επιχειρήσεων μπορεί να
αποτελέσουν έκφραση ενιαίας και σύνθετης παράβασης, εμπίπτουσας εν μέρει στην
έννοια της «συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων» και εν μέρει σε εκείνη της
«εναρμονισμένης πρακτικής», που απαγορεύονται αμφότερες από το άρθρο 101 της
Συνθήκης[7].
Συμπερασματικά, είναι
σαφές ότι το άρθρο 101 απαγορεύει ρητά τον καθορισμό των τιμών και τον
περιορισμό ή έλεγχο της παραγωγής, δηλαδή τα δύο πιο συνηθισμένα είδη καρτέλ
και αυτή η νομική βάση ίσχυσε και για το καρτέλ του τσιμέντου στην οποία
στηρίχτηκε η Επιτροπή για την απόφαση της. Σε περίπτωσεις παραβίασης του
ανωτέρω απαγορευτικού κανόνα είναι δυνατόν να επιβληθούν στα εμπλεκόμενα μέρη
πρόστιμα έως κατά μέγιστο 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών τους[8].
Τα πρόστιμα αυτά καταβάλλονται στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ως έκτακτο έσοδο το οποίο στη συνέχεια αφαιρείται από τις υποχρεωτικές
συνεισφορές των κρατών μελών στον κοινοτικό προϋπολογισμό προς όφελος τελικά
του Ευρωπαίου φορολογούμενου.
[1]
Ο όρος «καρτέλ» ο οποίος
τελικά επικράτησε σε διεθνές επίπεδο για την περιγραφή των παράνομων αυτών
συμπράξεων χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη Γερμανία για συμμαχίες επιχειρήσεων στην
Ευρώπη περίπου το 1880 και εισήχθηκε στην αγγλοσαξονική ορολογία γύρω στο 1930.
Στη δεκαετία του 1940 ο όρος καρτέλ φορτίστηκε με αντί-γερμανική ιδεολογική
προκατάληψη ως το οικονομικό σύστημα του εχθρού. Ωστόσο, συν τω χρόνω κατέληξε
στην σημερινή του παγιωμένη σημασία.
[2]
Organization of the Petroleum Exporting Countries (OPEC)
[3] Για το σύνολο των συμπερασμάτων
της σχετικής έρευνας: http://www.agecon.purdue.edu/staff/connor/papers/how_high_do_cartels_4-20-05.pdf
[5] Αντίστοιχα, στις Ηνωμένες
Πολιτείες το Sherman Antitrust Act
του 1890 έθεσε εκτός νομιμότητας όλα τα συμβόλαια, συμφωνίες και συμπράξεις οι
οποίες περιορίζουν αδικαιολόγητα το διακρατικό και εξωτερικό εμπόριο. Στις εν
λόγω διατάξεις περιλαμβάνονται οι παραβιάσεις των καρτέλ, όπως ο καθορισμός των
τιμών, η νοθεία στις προσφορές και η κατανομή των πελατών ενώ τα αδικήματα που
περιλαμβάνουν συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστών τιμωρούνται συνήθως ως ποινικά
κακουργήματα.
[6] Πρόσφατες σημαντικές υποθέσεις
απαγορευμένης και κυρωμένης κατανομής αγορών είναι: εκείνη της ιαπωνικής εταιρείας
κατασκευής βιντεοπαιχνιδιών Nintendo και επτά εκ των επίσημων διανομέων της
στην Ευρώπη (Απόφαση 2003/675), το καρτέλ των επιχειρήσεων γυψοσανίδων (Απόφαση
2005/471) και η κλίμακα ελάχιστων αμοιβών που καθόριζε το σώμα των βέλγων
αρχιτεκτόνων (Απόφαση 2005/8).
[7]
Υποθέσεις C-49/92P, C-199/92P και C-235/92P.
[8]
βλ. Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που
επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σημείο α) του κανονισμού
(ΕΚ) αριθ. 1/2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου